- λειρώς
- λειρώς· ὁ ἰσχνὸς καὶ ὠχρός. καὶ ληρίας λέγουσι κύνας, τὰς κατισχνωμένας καὶ ἀποβαλούσας τρίχας. ἢ τὸν μικρὸν λαγών, Hsch. [full] λεϊστός, ή, όν,A v. ληϊστός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λειρώς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἰσχνὸς καὶ ὠχρός καὶ ληρίας λέγουσι κύνας, τὰς κατισχνωμένας καὶ αποβαλούσας τρίχας ἢ τὸν μικρὸν λαγών». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με τους τ. λιμός και λιάζομαι, καθώς και με το λιθουαν. leīlas… … Dictionary of Greek
λειρώς — λειρός like a lily masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek
lei-2 — lei 2 English meaning: to eliminate, dissipate, disappear; weak, thin Deutsche Übersetzung: “eingehen, abnehmen, schwinden; mager, schlank” Note: (from *el ei ) Material: a. Gk. λίναμαι τρέπομαι Hes., λιάζομαι “weiche from,… … Proto-Indo-European etymological dictionary